συνούσιος

συνούσιος
-ον, Α
αυτός που έχει την ίδια ουσία με κάποιον άλλον («υἱὸς ὁμοούσιος τῷ πατρί, οὐ συνούσιος, ἀλλ' ὁμοούσιος», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ουσιος (< οὐσία), πρβλ. ὁμο-ούσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”